- παραβλάπτει
- παρά-βλάπτωdisablepres ind mp 2nd sgπαρά-βλάπτωdisablepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδρομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδρομή 2. κατάλληλος για καταδίωξη, καταδρομή, καταδιωκτικός 3. το ουδ. ως ουσ. το καταδρομικό(ν) κατηγορία πολεμικών πλοίων που είναι ελαφρότερα από τα πλοία μάχης, αλλά ταχύτερα από αυτά, αλλ. εύδρομο(ν) 4.… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… … Dictionary of Greek
παραβλάπτω — παράβλαψα, παραβλάφτηκα, παραβλαμμένος, βλάφτω πάρα πολύ, κάνω ζημιά μεγάλη: Η δημιουργία δημόσιων σχολείων παραβλάπτει τα συμφέροντα της ιδιωτικής εκπαίδευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)